Πέμπτη 16 Δεκεμβρίου 2010

ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΛΟΥΝΤΕΜΗΣ: "ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΠΟΥ ΦΕΡΑΝΕ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΝΙΑ" (απόσπασμα)

(ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΠΟΥ ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝΤΑΙ ΑΠΟ ΑΓΚΥΛΕΣ ΕΡΜΗΝΕΥΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ)

Λυκοκαιρός. Απριλιάτικος χειμώνας – αναποδιές της σφαίρας. Τα πούσια απόμειναν κατακαθιασμένα στον κάμπο σαν τους τζαναμπέτικους[1] μουσαφίρηδες που δε λένε να ξεκουμπιστούνβουβάλια μουκανάνε μες στη μύτη σου χωρίς να μπορείς να τα ξεδιακρίνεις. Ώρα πολύ που λυσσάνε τα καταραμένα (οι λύκοι) και χυμάνε στα λουφαγμένα πρόβατα. Τα λιβάδια είναι βουλιαγμένα στο νερό – άιντε κυνήγα τα. Πού και πού ν’ ακούσεις φωνή ζευγολάτη. Μα – α! – λελεκομάνες θα τον βρούνε. Ας πα’ να ’ναι χίλια πούσια. Ακλουθάνε οι καλές σου τον οργωτή σαν τους καλούς σποργιάδες. Προσεχτικά προσεχτικά, σαν τις μη μου άπτου κυράτσες που τρομάζουν μη βρέξουνε το σκαρπίνι τους.

Ο Γιαβρούσης βγάζει τη μύτη του απ’ την τρύπα της παλιοτσαντίρας, τού την κοκκινίζει το κρύο, και την ξανατραβάει τουρτουρίζοντας μέσα.

- Αλάχ μπελασινί βερσίν για τουμάνι[2]. Φτου!

Η Τσιμσίρα η γυναίκα του τού σηκώνει αψά φωνή:

- Το χιόνι το φαες, το τουμάνι δε νταγιαντάς[3]; Γιαζίκ[4]!

- Ο Γιαβρούσης τουρτουρίζει.

- Άσε το κεντί[5]… που θ’ ανεβαίνει ο ήλιος.

- Κιοπέ ολού[6]! Τα κουτάβια σου μπαϊλντίσανε[7] απ’ την αφαγιά.

- Γυναίκα σους! Οι χωριανοί είναι τσιγκενέ [8]-μελέτια. Με κυνηγάνε με τις σόπες[9].

- Τότες ψόφα!

- Πομονή ντε. Τώρα να σηκωθεί το τουμάνι, να χαλέψω[10] ψίχα πίτουρο, να κάνεις τσορβά[11], να τα φαΐσεις.

Μια στοίβα γυφτοσπόρια με γδυτές μαύρες κοιλιές τουρτουρίζουνε ένα γύρω στη γυφτομάνα.

- Ανατζίκ-μπουμπατζίκ τσορμπά… Ανατζίκ-μπουμπατζίκ τσορμπά[12].

- Η Τσιμσίρα τα συνάζει σαν την κλώσα.

- Έι τζιέρια[13] μ’ … έι μανάρια μ’ έι… Σούκω[14] μπρε άντρα!

Ο Γιαβρούσης ρουθουνάει σαν το τεμπέλικο ζο που το στέλνουνε για δουλειά. Σέρνεται ως την μπασιά τραβάει το καπίστρι του γομαριού[15] και ξαναμπαίνει τουρτουρίζοντας μέσα. Το γομάρι όπως όλα τα γύφτικα ζα ξέρει τη δουλειά του. Ζυγώνει το κεφάλι του στην τρύπα της τσαντίρας και το χώνει μέσα. Ευτύς τα γυφτόπουλα συνάζονται ένα γύρω στο κεφάλι και χουχουλίζονται. Αυτό είναι το γύφτικο μαγκάλι. Ο αχνός του γομαριού. Πολλές γεναριάτικες νύχτες οι λύκοι κουτουρτίζουνε[16] και φτάνουνε ως τα τσαντίρια. Εκεί τότες στρώνεται ένας πόλεμος αιματερός. Τα πισινά ποδάρια δίνουν δίνουν δίνουν ώσπου ή αποκάμουνε ή τρώει ο λύκος την κλωτσιά σε καμιά μασέλα και σηκώνεται και πάει στον αγύριστο. Αν ο νοικοκύρης έχει κάναν παλιοτσιφτέ[17] ή καμιά κάμα[18] βγαίνει κι αυτός και δίνει κάνα χέρι, αν δεν έχει, κάθεται μέσα και τρέμει και καταριέται το ριζικό του.

- Σούκω μπρε άντρα! τεμπελχανά!

Η Τσιμσίρα το γουδί της. Κείνη την ώρα φταρνίστηκε το γομάρι. Η Τσιμσίρα στη φούρκα[19] της το κλώτσησε και τα γυφτόπουλα δυνάμωσαν τα κλάματα. Ο Γιαβρούσης μάσαγε ένα σκοινί της τσαντίρας για τσιγάρο.

Δίπλα, στου Τζιρίμπαση είχαν άλλο χαβά[20] του λόγου τους: Ζέφκια[21].

Η κόρη του, η Λουλουδιά, βρήκε σ’ ένα φράχτη μια ψόφια κότα και την κάνανε κουρμπάνι[22]. Κόλλησε κι ο Ντουμούζης ο παιχνιδιάτορας με το ζουρνά του. Στρώθηκε ο καλός σου ακάλεστος στη φωτιά που κάπνιζε απ’ το χλωρό πουρνάρι και πήρε ένα «μερακλίτικο» μην πας και βγάλει καμιά χαψά[23] κότα, καμιά γουλιά ρακί… Έπαιζε με τέχνη και μαράζι κάτι σκοπούς μέλια και δώσ’ του και τρέχανε απ’ την κάπνα τα μάτια του.

Το παραδιπλανό όμως τσαντίρι είχε βουβαμάρες. Η γρια-Συρμάκω ψηνότανε η άπλερη απ’ τις θέρμες. Το ’βγαζε και δεν το ’βγαζε το μερονύχτι. Αμ και ποια φαμίλια είχε χαρές; Εξόν απ’ του Τζιρίμπαση όλα τ’ άλλα κονάκια είχαν ανημποριές και γκρίνιες. Αυτή η καταχνιά είναι οργή και κατάρα για το ξέσκεπο τούτο φτωχόσογο. Θα πεις το χιόνι έχει καλοσύνη; Ή η βροχή; Κακά και ψυχρά είναι και τα δυο, μα τα νταγιαντάς. Η βροχή κυλάει, φεύγει. Το χιόνι στρακώνει[24], φκυαρίζεται. Μα το πούσι; Πράμα δαιμονικό. Μουσκεύει το τσαντιροπάνι, βοσκάει μέσα στα

ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΜΕ ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ ΣΤΟ ΧΕΡΙ

Το θυμότανε. Πάντα. Δυνατά. Τις μέρες και τις νύχτες. Σαν «όνειρο», σα μοσκοβολιά, κι έλεγε… -το ‘λεγε όλες τις στιγμές, και το παράγγελνε με πάθος στον εαυτό του– αν γλύτωνε, αν ξανανέβαινε στο φως, να ψάξει, να κοσκινίσει όλον τον κόσμο, ώσπου να την βρει –όποια κι αν ήταν, όπως κι αν την έλεγαν…– και να σκύψει να της φιλήσει τα χέρια, να την γεμίσει με δακρυσμένα «ευχαριστώ».

Εκεί μέσα που τον έθαψαν, που τον είχαν σα λείψανο ριγμένο, λαχτάρισε και δίψασε. Δίψασε για ένα σημαδάκι χλόη, για μια σταλίτσα του απάνω κόσμου. Ένα γέλιο μικρού παιδιού ή ένα τζιτζίκι… Κάτι που να μη θυμίζει αυτόν τον μουχλιασμένο και πνιγερό τάφο. Εκεί κάτου τα ‘χε ξεχάσει όλα. Το χρώμα του κόσμου, τη μέρα. Τι χρώμα είχε, αλήθεια, η μέρα; Ήταν γαλάζια; ή άσπρη;… Γιατί εδώ τα μάτια του ήταν άχρηστα, περιττά. Εδώ ζούσε μόνο με τ’ αφτιά και τα δάχτυλα. Την πρώτη μέρα που τον κατέβασαν είχε μαζί του και τη μύτη του μα ύστερα την έχασε. Τον έπιασε καταρροή κι ανόστησαν όλα. Πρόφτασε μονάχα να μυριστεί ότι βρομούσε βαριά κι ανυπόφορα εκεί μέσα… Κάτι σαν υπόνομος, σαν λάκκος ψοφιμιών. Ότι βούιζε σα βαθύ πιθάρι. Ύστερα όλα μπερδεύτηκαν. Το σκοτάδι τα κατάπιε και τ’ αφάνισε όλα. Κάπως έτσι θα ‘πρεπε να ‘ναι στον άδη. Έτσι άχαρα, έτσι στυφά. Μόνο που τώρα πρέπει να του πάρουν αυτό τ’ όνομα, και να τον λένε «Απομόνωση». Θα του ταιριάζει περισσότερο.

Είχε μια πίκρα, που την έφερε μαζί του απ’ έξω. Ότι δεν πρόφτασε να δει το φεγγάρι. Το σπίτι που κρυβότανε ήταν παράμερο, σα μια γούβα, με τα παράθυρα πάντα κλειστά, πάντα, μέρα και νύχτα.

Ά… το φεγγάρι… Έπρεπε να είχε προφτάσει να το δει. Όμορφα είναι και με τον ήλιο, –ά, ναι…– και μ’ αυτόν, είναι πολύ όμορφα. Μα με το φεγγάρι… Μ’ αυτό είναι αλλιώτικα. Ο κόσμος γίνεται μαγευτικός, σαν παραμυθένιος. Σκέψου… Αυτός κι εκείνη –το Ολγάκι– με φεγγάρι. Βράδυ αττικό. Και το φλύαρο ζεστό χεράκι της χωμένο στο δικό του. Το Ολγάκι… Ακουμπισμένο απάνω του σφικτά στο ξύλινο καναπεδάκι. Κι από πάνω η ακακία με το φεγγάρι μπλεγμένο στα κλαριά της. «Ολγάκι… κόψε μου κείνο το χρυσό μήλο» –«Κλείσε τα μάτια να στο κόψω…». Το μάγουλό της, τρυφερό, μεταξένιο

ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΛΟΥΝΤΕΜΗΣ 6 ΒΙΝΤΕΟ (Παρουσίαση Δαυίδ Ναχμίας)











Μενέλαος Λουντέμης - Ποιήματα

Μενέλαος Λουντέμης (Κωνσταντινούπολη 1906 - Ἀθήνα 1977):
(ψευδώνυμο τοῦ Γιάννη Βαλασιάδη)· πεζογράφος καὶ ποιητής.

Ἐρωτικὸ κάλεσμα
Ὁ σταχτὺς θάνατος
Μὰ μιὰ μέρα...
Τὸ παραμύθι ἑνὸς ραγισμένου ἔρωτα


Ἐρωτικὸ κάλεσμα

Ἔλα κοντά μου, δὲν εἶμαι ἡ φωτιά.
Τὶς φωτιὲς τὶς σβήνουν τὰ ποτάμια.
Τὶς πνίγουν οἱ νεροποντές.
Τὶς κυνηγοῦν οἱ βοριάδες.
Δὲν εἶμαι, δὲν εἶμαι ἡ φωτιά.
Ἔλα κοντά μου δὲν εἶμαι ἄνεμος.
Τοὺς ἄνεμους τοὺς κόβουν τὰ βουνά.
Τοὺς βουβαίνουν τὰ λιοπύρια.
Τοὺς σαρώνουν οἱ κατακλυσμοί.
Δὲν εἶμαι, δὲν εἶμαι ὁ ἄνεμος.

Ἐγὼ δὲν εἶμαι παρὰ ἕνας στρατολάτης
ἕνας ἀποσταμένος περπατητὴς
ποὺ ἀκούμπησε στὴ ρίζα μιᾶς ἐλιᾶς
ν᾿ ἀκούσει τὸ τραγούδι τῶν γρύλων.
Κι ἂν θέλεις, ἔλα νὰ τ᾿ ἀκούσουμε μαζί.



Ὁ σταχτὺς θάνατος
Θαρροῦσα ὡς τώρα -φίλοι μου καλοί-
θαρροῦσα ὡς τώρα...
πῶς ὅλα τὰ πράματα
βαδίζουν στὴ γῆ
μὲ τὸ ἀληθινό τους χρῶμα.
Ἡ Χαρὰ ἄσπρη.
Ἡ Θλίψη χλωμή.
Ὁ Ἔρωτας ρόδινος
Ο Θάνατος μαῦρος.
Ἔτσι θαρροῦσα...

Καὶ περνοῦσα τὶς μέρες μου,
μὲ τὰ χρώματά μου τακτοποιημένα.
Με τα ὄνειρά μου συγυρισμένα.
Μὲ τὰ ποιήματά μου καθαρογραμμένα...
Γιατὶ ἔτσι τά ῾βλεπα.
Ἔτσι νόμιζα.



Μὰ μιὰ μέρα...
Μιὰ μέρα -φίλοι μου καλοί-
ἕνα σταχτὺ σύννεφο ἄφησε τὸν οὐρανό του
κι ἔπεσε στὴ κάμαρά μου.
Καὶ τότε... ὅλα... ἔχασαν τὸ χρῶμα τους.
Η Θλίψη ἔγινε σταχτιά.
Σταχτιὰ κι η χαρά.
Σταχτὺς κι Ἔρωτας.
Καὶ σταχτύς -ἀλίμονο- κι ο Θάνατος.

Ὢ Σειρῆνα, ἐσύ...
Ἐσὺ ποὺ τά ῾βαψες ὅλα.
Ποὺ τ᾿ ἄλλαξες ὅλα,
γιατὶ δεν ἄφηνες τὸ Θάνατο
-τουλάχιστον αὐτόν-
νὰ μὲ πάρει μὲ τ᾿ ἀληθινό του χρῶμα;



Τὸ παραμύθι ἑνὸς ραγισμένου ἔρωτα
Μιὰ φορὰ κι ἕνα καιρό,
ἦταν ἕνα γραμμόφωνο.
Ἕνα ὁλομόναχο γραμμόφωνο.
Μὰ μπορεῖ καὶ νὰ μὴν ἤτανε γραμμόφωνο
καὶ νά ῾ταν μόνο ἕνα τραγούδι,
ποὺ ζητοῦσε ἕνα γραμμόφωνο,
γιὰ νὰ πεῖ τὸ καημό του.

Μιὰ φορὰ κι ἕνα καιρό,
ἦταν ἕνας Ερωτας.
Ἕνας ὁλομόναχος Ἔρωτας
ποὺ γύριζε μὲ μία πλάκα στὴ μασχάλη,
γιὰ νὰ βρεῖ ἕνα γραμμόφωνο
γιὰ νὰ πει τὸ καημό του.

«Ἔρωτα μὴ σὲ πλάνεψαν
ἄλλων ματιῶν μεθύσια
καὶ μέσ᾿ τὰ κυπαρίσια
περνᾷς μὲ μι᾿ ἄλλη νιά;
Ἔρωτ᾿ ἀδικοθάνατε,
Ἔρωτα χρυσομάλλη,
ἂν σ᾿ εἶδαν μὲ μιὰν ἄλλη,
ἦταν ἡ Λησμονιά».

Μιὰ φορὰ κι ἕνα καιρό,
δὲν ἦταν ἕνας ἔρωτας,
δὲν ἦταν ἕνας πόνος.
Ἦταν μισὸς ἔρωτας -μισὸς πόνος-
καὶ μιὰ μισὴ πλάκα,
πού ῾λεγε τὸ μισό της σκοπό:
«Ἔρωτα μὴ σὲ... Ἔρωτα μὴ σὲ...
ἔρωτα μισέ... ἔρωτα μισέ...»

Θέ μου!
Μὰ δὲ βρίσκεται ἕνα χέρι!
Ἕνα πονετικὸ χέρι,
γιὰ ν᾿ ἀνασηκώσει τὴ βελόνα
καὶ ν᾿ ἀκουστεῖ ξανά,
ὁλόκληρος ὁ Ἔρωτας,
ὁλόκληρο τὸ τραγούδι:

«Ἔρωτα μὴ σὲ σκότωσαν
τὰ μαγεμένα βέλη;
Ἔρωτα Μακιαβέλλι.
Τὰ μάτια ποὺ σὲ λάβωσαν,
μὲ δάκρυα πικραμένα,
καρφιά ῾ταν πυρωμένα
καὶ μπήχτηκαν βαθιά».
......................................................

Ποιός μου χτυπᾷ τὸ τζάμι;
Μὴ μοῦ χτυπᾶτε.
Δὲν εἶμαι ῾δῶ.
Ἐδῶ κατοικεῖ ἡ Μοναξιὰ
μὲ μόνιμη νοικάρισα τὴ Πλήξη.

Μὴ μοῦ χτυπᾶτε λοιπὸν τὸ τζάμι.
Μάταια χτυπᾶτε.
Ἐγὼ δὲ μπορῶ ν᾿ ἀνοίξω.
Δὲ μπορῶ νὰ συρτῶ
οὔτ᾿ ὡς τὴ πόρτα τοῦ σπιτιοῦ μου,
οὔτ᾿ ὡς τὴ πόρτα τοῦ ἄλλου κόσμου.

Μὴ μοῦ χτυπᾶτε λοιπὸν τὸ τζάμι.
Δὲν εἶμαι ῾δῶ.
Ἐδῶ εἶν᾿ ἕνα ξερὸ ἔντομο
σ᾿ ἕνα κόσμο, -φέρετρο-
ὅπου ἀπαγορεύεται -μὲ κίνδυνο ἀνάστασης-
ἀκόμη κι ὁ θάνατός σου!

Μὴ μοῦ χτυπᾶτε λοιπὸν τὸ τζάμι.
Κάνετε λάθος.
Λάθος στὸ σπίτι.
Λάθος στὴ πόρτα.
Λάθος στὸν αἰῶνα.
Λάθος. Λάθος. Λάθος!

Γι᾿ αὐτὸ πάψτε.
Πάψτε -γιὰ τὸ Θεό- νὰ μοῦ χτυπᾶτε!
Σᾶς τὸ ξαναλέω- μή!
Ἐδῶ δὲ κατοικῶ ἐγώ.
Ἐδῶ κατοικεῖ μία αἱμοβόρα
κι ἀκροβάτισα ἀράχνη,
ποὺ πρὶν λίγο ἔφαγε μία πεταλούδα.
Μιὰ χρυσή, λεπτὴ πεταλούδα,
ποὺ -ἀλίμονο- εἶχε τ᾿ ὄνομά μου!

Ἄρα δὲν εἶχα ἀγαπηθεῖ, αὐτὸ ἦταν ὅλο
Ἴσως ἀνόητα ὑποδύθηκα τὸ ρόλο
Γελωτοποιοῦ πολὺ μετρίας κλάσης
Λησμονημένος σὲ μιὰν ἄχρηστη ἀποθήκη
Ἠλίθιος κοῦκλος μὲ σπασμένη μύτη

(Τέσσερα Ποιήματα ἀπὸ τὴν συλλογή:
«Κάτω Ἀπὸ Τὰ Κάστρα Τῆς Ἐλπίδας»)
..........................................................................

Οἱ κερασιὲς θ᾿ ἀνθίσουνε καὶ φέτος στὴν αὐλὴ
καὶ θὰ γεμίσουν μ᾿ ἄνθια τὸ παρτέρι.
Πικρὴ ποὺ εἶν᾿ ἡ Ἄνοιξη σὰν εἶσαι δίχως ταίρι!
Πικρὴ πού ῾ν᾿ ἡ ζωή!

Ἄνοιξε τὸ παράθυρο στὴ πρωϊνὴ γιορτή,
γιὰ νά ῾μπουν οἱ μοσχοβολιὲς ἀπὸ τὸ περιβόλι.
Ἂχ κάθε του τριαντάφυλλο καὶ μία πλήγη ἀπὸ βόλι,
εἶναι γιὰ ῾σὲ ποιητή!

Κουράστηκα νὰ σὲ καρτερῶ, Ἔρωτα καὶ νὰ λιώνω,
῾πὰ στὸ βιβλίο τῆς ζωῆς σκυμμένος, μιὰ ζωή.
Μ᾿ ἂν ἤτανε νὰ ῾ρχόσουνα γιὰ ἕνα ἔστω πρωΐ,
χίλια θὲ νά ῾δινα πρωϊνά, νὰ ζήσω ἐκεῖνο μόνο.

-------------------------------------------------

Θρόμβοι αἱματένιοι στοῦ κλαβιέ, κυλῆσαν τὴ καδένα.
Κόκκινη γύρη, ποὺ τὸ δρόμο πῆρε τῆς νοτιᾶς.
Ψυχή, ποὺ θάλασσα ἔγινες, -μιὰ θάλασσα φωτιᾶς-...
Μπαλάντα τοῦ Σοπὲν Νούμερο Ἕνα.

...........................................................................
Ἀντίο Γαλήνη τώρα πιά. Ἀντίο σεμνὴ Ἡσυχία
κι ἀντίο ῾σὺ στοχαστικέ μου Ρεμβασμέ,
Χαρὰ ποὺ στ᾿ ἀποδείπνι σου δὲ βρῆκα οὔτε ψιχία
καὶ καλῶς ᾖρθες βιαστικὲ καὶ βίαιε Χαλασμέ!

Στάχτη ἡ Ἀγάπη. Ἡ Ἐλπίδα ἀβέβαιη καταχνιά.
Καπνίλα, αἱμόφυρτα φτερά, συντρίμμια, πόνοι...
Μὲς στὶς ρωγμὲς ὁ Θάνατος, σὰ κρύος βοριάς, τρυπώνει
κι οἱ ἄνθρωποι -σφάγια- τόνε προσμένουν στὰ παχνιά!

Ὀρθὴ ἡ Φοβέρα μοναχὰ καὶ μοναχὰ ἡ Ὀργή,
-κλᾶψτε μικροί, ποὺ γιὰ μεγάλοι ῾χατε φτάσει-
Ἡ Δόξα ἐφτερούγισε, λίγο νὰ ξαποστάσει,
ἐπάνω στὰ κεφάλια σας καὶ μίσεψε γοργή!

Μικρὲ Ἐαυτέ, ποὺ γιὰ αητὸς ἀνέβαινες κι ἀπὸ ψηλά,
τὸν ἥλιο βάλθηκες, σὰ σύννεφο νὰ ῾σκιώσεις.
Γραμμένο σου ἤτανε σὰ σύννεφο νὰ λιώσεις
καὶ σὰ βροχὴ νὰ πέσεις χαμηλά.

Καὶ τώρα ἀπὸ τὸ χῶμα αὐτό, ποὺ ποτισμένο τό ῾χω ῾γώ
μὲ τῶν ματιῶν μου τὴ βροχὴ καὶ μὲ τὸν ἑαυτό μου,
ζητῶ φωτιά, ἀπ᾿ τὴ στοργὴ τοῦ τελευταίου ἐντόμου,
ν᾿ ἀνάψω, νὰ πυρποληθῶ καὶ νὰ φλεγῶ!

Τοὺς πράους δὲ κατάφερα νὰ τοὺς λατρέψω καὶ νὰ τοὺς
παρηγορήσω πού ῾κλαιαν, πάνω στοὺς ἄδειους μώλους.
Εἶν᾿ ἡ καρδιὰ μ᾿ ὁλόκλειστη γιὰ τοὺς οὐράνιους, δυνατούς.
Καὶ γιὰ τοὺς γήϊνους... καὶ γιὰ ὅλους... καὶ γιὰ ὅλους...

Στιγμὴ δὲ τὴ ξεδίψασα τὴν ἄγρια ῾παντοχή μου,
θλιμμένος κι ὄντας ἔκλαιγα καὶ ποὺ τραγούδαγ᾿ ὄντας...
Καὶ τὸ κοράκι, ποὺ ἀπ᾿ τὰ Ἠλύσια μ᾿ ἔφερε πετώντας,
γιὰ πληρωμή, μοῦ πῆρε τὴ ψυχή μου!

...................................................................................

Καλή μου τέλειωσε ὁ Σοπέν; Ἂ πόσο ὑπέροχη ἤσουν!
Κι ἐγὼ δὲ μπόρεσα ἁπλόν, οὔτ᾿ ἕναν ἔπαινο νὰ βρῶ.
Μὰ πῶς νὰ σὲ παινέψουνε, πῶς νὰ χειροκροτήσουν,
τὰ χέρια τοῦτα ποὺ τριάντα χρόνια, κάμαν στὸ σταυρό;

(Δύο ποιήματα ἀπὸ τὴν Συλλογή
«Οἱ κερασιὲς θ᾿ ἀνθίσουν καὶ φέτος»)

Μενέλαος Λουντέμης: Πού χάθηκες κοριτσάκι;
Όντας στην εξορία ο Λουντέμης λαμβάνει γράμμα από τη γυναίκα του που έχει πια υπογράψει δήλωση και έχει φύγει με το παιδί για τη Γερμανία. Η είδηση τον συγκλονίζει. Το παιδί είναι νεκρό.... Του έγραφε ψέμματα, όπως θα μάθει χρόνια αργότερα....
.

Πού χάθηκες κοριτσάκι;
«Μυρτώ ... Μυρτώ...» Γέμισα τον κόσμο.
Έσπειρα τον κόσμο με τ’ όνομά σου.
Μα εσύ δεν βρέθηκες.

Ποιοι σε πήραν κοριτσάκι;
Ποια φτερά σε σήκωσαν απ’ τη ζωή;
Ρωτώ τους δρόμους:
«Μην ακούσατε κάτι βηματάκια; -ήταν πολύ αλαφρά».
Κείνοι πνίγονται στη σκόνη.
Δεν απαντούν.

Ποιοι σε πήραν κοριτσάκι;
Αν μου το ‘καναν αυτό οι ουρανοί,
πώς μπόρεσαν;
Πώς μπόρεσαν κείνοι να σ’ αγαπήσουν
πιο πολύ απ’ τον πατέρα;

Ρωτώ τους αέρηδες – αυτούς που ‘ρχονται απ’ τα δάση,
απ’ τη γη, απ’ τις θάλασσες.
«Ήταν κάτι λογάκια που μύριζαν πασκαλιά –
μην τ’ άκουσε κανείς;»
Κείνοι βογκούν –σαν λαίμαργα πουλιά – Και φεύγουν.

Πού χάθηκες κοριτσάκι;
Ρωτώ τα φύλλα, τα καΐκια, τους ατμούς.
Τα μπουμπούκια που ξεκίνησαν απ’ την ανυπαρξία.
Τα σύννεφα ...
«Μην είδατ’ ένα προσωπάκι; - Ήταν πολύ αχνό».
Σωπαίνουν.

Πού χάθηκες κοριτσάκι;
Τα μάτια μου θα σ’ έβρισκαν –
και δίχως φως.
Και δίχως ήλιο – θα σ’ έπιαναν τα δάχτυλά μου.
Πώς χάθηκες λοιπόν μικρό μου;
Πότε μεγάλωσε τόσο πολύ ο κόσμος,
ώστε να μπορέσεις να χαθείς εσύ;

Εγώ θα σ' έβρισκα...
Ας είσαι μικρό σαν το χνουδάκι.
Σαν πεταλούδα ας είσα αλαφρό
Αδύνατο, σαν τη φλογίτσα του κεριού, ας είσαι.
Εγώ θα σ' έβρισκα.

Γιατί σωπαίνεις; Γιατί σωπαίνεις, λοιπόν, κοριτσάκι;
Αν δεν μπορείς να τραγουδήσεις.
Αν δεν μπορείς να τους πεις να με φωνάξουν.
Τότε κλάψε, κοριτσάκι. Κλάψε!
Και τ’ αυτιά μου θα σ’ ακούσουν
Κι ύστερα ας μην ακούσουν πια
άλλην μουσική στον κόσμο.

Τρίτη 14 Δεκεμβρίου 2010

ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΛΟΥΝΤΕΜΗΣ

Ο Μενέλαος Λουντέμης (1912  - 22 Ιανουαρίου 1977), κατά κόσμον Δημήτριος (Τάκης) Βαλασιάδης, ήταν έλληνας λογοτέχνης που γεννήθηκε στο χωριό Αγία Κυριακή της Μικράς Ασίας το 1912. Το λογοτεχνικό του ψευδώνυμο το εμπνεύστηκε από τον ποταμό Λουδία (Ludias) της μετέπειτα πατρίδας του.

 Βιογραφικό
Ήταν το μοναδικό αγόρι από τα πέντε παιδιά του Γρηγόρη Μπαλάσογλου (που με την εγκατάσταση του στην Ελλάδα έγινε Βαλασιάδης) και της Δόμνας Τσουφλίδη. Πρωτοεμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα σε πολύ νεαρή ηλικία, δημοσιεύοντας ποιητικές συλλογές στην «Αγροτική Ιδέα» της Έδεσσας το 1927 και το 1928, τις οποίες υπέγραφε με το πραγματικό του όνομα (Τάκης Βαλασιάδης). Γύρω στο 1930 δημοσιεύει ποιήματα και διηγήματα του στο περιοδικό «Νέα Εστία». Η πρώτη φορά που χρησιμοποίησε το ψευδώνυμο του ήταν το 1934 στο διήγημα «Μια νύχτα με πολλά φώτα κάτω από μια πόλη με πολλά αστέρια». Τιμήθηκε με το Μέγα Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας για τη συλλογή διηγημάτων του «Τα πλοία δεν άραξαν» το 1938 και με τη Χρυσή Δάφνη Πανευρώπης στο Παρίσι το 1951. Προς τιμήν του, στο Βουκουρέστι δόθηκε το όνομα του σε δημόσιο κτίριο (Λουντέμειο Μέγαρο). Σύμφωνα με το Βασίλη Βασιλικό, «θεωρείται ο πιο πολυδιαβασμένος Έλληνας έπειτα από τον Νίκο Καζαντζάκη».

Πρόσφυγας από την Γιάλοβα στον Μεγάλο Ξεριζωμό, εγκαθίσταται με την οικογένεια του πρώτα στην Αίγινα, μετά στην Έδεσσα και τελικά στο χωριό Εξαπλάτανος της Πέλλας, στο οποίο έζησε από το 1923 μέχρι το 1932 που έφυγε για την Κοζάνη. Η οικογένεια του ήταν εύπορη, αλλά χρεωκόπησε κατά τη Μικρασιατική Καταστροφή και ο Λουντέμης αναγκάστηκε να εργαστεί σκληρά στην εφηβεία του ως λαντζιέρης, λούστρος, ψάλτης, δάσκαλος σε χωριά της Αλμωπίας, ακόμη και ως επιστάτης στα υπό κατασκευή την εποχή εκείνη, έργα του Γαλλικού ποταμού. Στην Δ΄ τάξη του - εξατάξιου τότε - Γυμνασίου «απεσύρθη» για πολιτικούς λόγους και απεβλήθη απ' όλα τα Γυμνάσια της χώρας.

Μέσα από μια οδύσσεια συνεχών μετακινήσεων, από την Έδεσσα σε ένα οικοτροφείο της Κοζάνης κι από εκεί στο Βόλο, ακολουθώντας κάποιο περιφερόμενο «μπουλούκι» της εποχής, φτάνει τελικά στην Αθήνα και συνδέεται στενά με τους Κώστα Βάρναλη, Άγγελο Σικελιανό και Μιλτιάδη Μαλακάση. Ο τελευταίος θα τον βοηθήσει να διοριστεί βιβλιοθηκάριος της «Αθηναϊκής Λέσχης» το 1938 και να ανασάνει κάπως οικονομικά. Την ίδια εποχή, η φιλία του με τον καθηγητή της Φιλοσοφικής Νικόλαο Βέη, θα τον βοηθήσει να παρακολουθήσει ως ακροατής μαθήματα στη Φιλοσοφική Σχολή των Αθηνών. Θα ακολουθήσουν αρκετές συγγραφικές επιτυχίες και θα γίνει μέλος της Eταιρίας Eλλήνων Λογοτεχνών, με πρόεδρο τότε τον Nίκο Kαζαντζάκη.

Στην κατοχή πήρε ενεργό μέρος στην Εθνική Αντίσταση στο πλευρό του ΕΑΜ και διετέλεσε γραμματέας της οργάνωσης διανοουμένων. Κατά τον εμφύλιο συλλαμβάνεται για τα αριστερά του φρονήματα, δικάζεται για εσχάτη προδοσία και καταδικάζεται σε θάνατο - ποινή που δεν εκτελέστηκε ποτέ. Αντ' αυτού, εξορίζεται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Μακρόνησο και στον Άη Στράτη, μαζί με το Θεοδωράκη και τον Ρίτσο. Το 1958 δικάζεται εκ νέου για το βιβλίο του «Βουρκωμένες μέρες» και απαγορεύεται η κυκλοφορία των βιβλίων του. Μετά τη δίκη εκπατρίζεται στο Βουκουρέστι και χάνει την ελληνική ιθαγένεια από τη δικτατορία του Παπαδόπουλου. Στη Ρουμανία συνεχίζει το συγγραφικό του έργο, ως και λίγο μετά τη μεταπολίτευση. Την περίοδο της αυτοεξορίας ο Λουντέμης πραγματοποίησε αρκετά ταξίδια, φτάνοντας μέχρι την Κίνα και το Βιετνάμ. Το οδοιπορικό του αυτό το αποτύπωσε το 1966 στο βιβλίο του «Μπατ-Τάι». Το 1976 επανακτά την ελληνική του ιθαγένεια και επιστρέφει στην Ελλάδα. Ένα χρόνο αργότερα, το 1977, πεθαίνει από καρδιακή προσβολή και η σορός του εκτίθεται σε λαϊκό προσκύνημα.

Βιβλία του μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες, κυρίως στις ανατολικές χώρες, όπως η Πολωνία, η Ρουμανία, η Βουλγαρία κ.α. Επίσης κάποια απ' αυτά μεταφράστηκαν στα κινεζικά και στα βιετναμέζικα. Στην Ευρώπη δημοσιεύθηκαν αρκετά αποσπάσματα από το έργο του, κυρίως σε καλλιτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες. Tο μυθιστόρημα του «Ένα παιδί μετράει τ' άστρα» έχει μεταφραστεί και στα γερμανικά. Κάποια ποιήματα του μελοποιήθηκαν, με γνωστότερα το «Ερωτικό κάλεσμα» από τους αδερφούς Κατσιμίχα και το «Οι κερασιές θ’ ανθίσουνε και φέτος» που ερμηνεύει ο Αντώνης Καλογιάννης σε μουσική του Σπύρου Σαμοΐλη.

Ο Μενέλαος Λουντέμης άφησε πίσω του πνευματική κληρονομιά περίπου σαρανταπέντε βιβλίων, που τον καθιστούν έναν από τους πολυγραφότερους έλληνες συγγραφείς και μια κόρη, τη Μυρτώ.
 Εργογραφία
1.«Τα πλοία δεν άραξαν», Αθήνα, εκδ. Γκοβόστης, διηγήματα (1938) ISBN 960-344-915-6
2.«Περιμένοντας το ουράνιο τόξο», Αθήνα, διηγήματα (1940)
3.«Γλυκοχάραμα», Αθήνα, διηγήματα (1944)
4.«Το τραγούδι των διψασμένων», Αθήνα, εκδ. Δωρικός, διηγήματα (1966)
5.«Βουρκωμένες μέρες», Αθήνα, διηγήματα (1953) ISBN 960-344-914-8
6.«Αυτοί που φέρανε την καταχνιά», Αθήνα, διηγήματα (1946) ISBN 960-393-140-3
7.«Έκσταση», Αθήνα, εκδ. Αετός, μυθιστόρημα (1943) ISBN 960-393-139-X
8.«Καληνύχτα ζωή», Αθήνα, μυθιστόρημα (1946) ISBN 960-393-138-1
9.«Οι κερασιές θ' ανθίσουν και φέτος», Αθήνα, εκδ. Μόρφωση, μυθιστόρημα (1956) ISBN 960-393-978-4
10.«Συννεφιάζει», Αθήνα, μυθιστόρημα (1946) ISBN 960-344-837-0
11.«Ένα παιδί μετράει τ' άστρα», Αθήνα, εκδ. Δίφρος, μυθιστόρημα (1956) ISBN 960-344-768-4
12.«Η φυλακή του Kάτω Kόσμου», Αθήνα, εκδ. Δωρικός, μυθιστόρημα (1964) ISBN 960-393-312-0
13.«Το ρολόι του κόσμου χτυπά μεσάνυχτα», Αθήνα, εκδ. Κέδρος, μυθιστόρημα (1963)  ISBN 960-344-888-5
14.«Τότε που κυνηγούσα τους ανέμους», Αθήνα, εκδ. Δίφρος, μυθιστόρημα (1956) ISBN 960-393-137-3
15.«Λύσσα», μυθιστόρημα
16.«Τρόπαια Α΄», (Η οπτασία του Μαραθώνα), μυθιστόρημα
17.«Τρόπαια Β΄», (Σαλαμίνα), μυθιστόρημα
18.«Κάτω απ' τα κάστρα της ελπίδας», μυθιστόρημα ISBN 960-393-183-7
19.«Το κρασί των δειλών», (Σαρκοφάγοι Ι), Αθήνα, Πολιτικές και λογοτεχνικές εκδόσεις, μυθιστόρημα (1965)  ISBN 960-393-023-7
20.«Οι ήρωες κοιμούνται ανήσυχα», (Σαρκοφάγοι ΙΙ), Αθήνα, εκδ. Δωρικός, μυθιστόρημα (1974)
21.«Ο άγγελος με τα γύψινα φτερά», (Σαρκοφάγοι ΙΙΙ), Αθήνα, εκδ. Δωρικός, μυθιστόρημα (1974)
22.«Οδός Αβύσσου αριθμός 0», Αθήνα, εκδ. Βιβλιοεκδοτική, μυθιστόρημα (1962) ISBN 960-344-820-6
23.«Θυμωμένα στάχυα», Αθήνα, εκδ. Δωρικός, μυθιστόρημα (1965) ISBN 960-344-993-8
24.«Αγέλαστη Άνοιξη», μυθιστόρημα ISBN 960-393-024-5
25.«Της γης οι αντρειωμένοι...», Αθήνα, βιογραφίες (1976)
26.«Οι αρχιτέκτονες του τρόμου», Αθήνα, εκδ. Δωρικός, σατυρικό (1966)
27.«Οι κεραυνοί ξεσπούν», Αθήνα, εκδ. Κάδμος, θεατρικό (1958)
28.«Θα κλάψω αύριο», (σκηνικό ρομάντσο), Αθήνα, εκδ. Δωρικός, θεατρικό (1975)
29.«Ανθισμένο όνειρο», Αθήνα, εκδ. Δωρικός, θεατρικό (1975)
30.«Ταξίδια του χαμού», Αθήνα, εκδ. Δωρικός, θεατρικό (1975)
31.«Πικρή θάλασσα», (ελληνική θαλασσογραφία), Αθήνα, εκδ. Δωρικός, θεατρικό (1976)
32.«Μπατ-Τάι», (Οδοιπορικό στο Βιετνάμ), Αθήνα, εκδ. Δωρικός, ταξιδιωτικό (1966)
33.«Ταξίδι στην απεραντοσύνη», (Οδοιπορικό), Αθήνα, εκδ. Δωρικός, πολ. δοκίμιο (1976)
34.«Οι Δήμιοι με τ’ άσπρα γάντια», Αθήνα, εκδ. Δωρικός, ταξιδιωτικό (1978)
35.«Δαίδαλος», σε εικονογράφηση Γ.Πανετέα, Αθήνα, εκδ. Δωρικός, παιδικά διηγήματα ISBN 960-393-136-5
36.«Ίκαρος», παιδικά διηγήματα ISBN 960-344-835-4
37.«Ηρακλής», Αθήνα, εκδ. Δωρικός, παιδικά διηγήματα (1976) ISBN 960-393-135-7
38.«Θησέας», παιδικά διηγήματα ISBN 960-344-771-4
39.«Ο μεγάλος Δεκέμβρης», Αθήνα, εκδ. Μαρής-Κοροντζής, παιδικά διηγήματα (1945)
40.«Κραυγή στα πέρατα», Αθήνα, εκδ. Παλμός, ποιητική συλλογή (1954)
41.«Θρηνολόι και άσμα για το σταυρωμένο νησί», Αθήνα, εκδ. Δωρικός, ποιητική συλλογή (1975)
42.«Το σπαθί και το φιλί», Αθήνα, εκδ. Δωρικός, ποιητική συλλογή (1967)
43.«Κοντσέρτο για δύο μυδράλια και ένα αηδόνι», Αθήνα, εκδ. Δωρικός, ποιητική συλλογή (1973)
44.«Πυρπολημένη μνήμη», Αθήνα, εκδ. Δωρικός (1975)
45.«Οι εφτά κύκλοι της μοναξιάς», Αθήνα, εκδ. Δωρικός, ποιητική συλλογή (1975)
46.«Τραγουδώ για την Κύπρο», Αθήνα, εκδ. Μόρφωση, ποιήμα (1956)
47.«Ο λυράρης (Μιλτιάδης Μαλακάσης)», Αθήνα, εκδ. Δωρικός (1974)
48.«Ο κονταρομάχος (Κώστας Βάρναλης)», Αθήνα, εκδ. Δωρικός (1974)
49.«Ο εξάγγελος (Άγγελος Σικελιανός)», Αθήνα, εκδ. Δωρικός, ποίηση (1976)
50.«Καραγκιόζης ο Έλληνας», Αθήνα, εκδ. Δωρικός
51.«Ο γολγοθάς μιας ελπίδας», Αθήνα, εκδ. Δωρικός
 Μεταφράσεις
«Το σπίτι της ομίχλης», Θεόδωρου Κωνσταντίν, μυθιστόρημα
«Μορομέτε», Μαρίν Πρέντα, μυθιστόρημα
«Και τους καταδικάσα όλους σε θάνατο», Τίτους Πόποβιτς, μυθιστόρημα
«Πέρα απ' τς αμμόλοφους», Φάνους Νεάγκου, μυθιστότημα
«Πύρινα άλογα», Ίον Μπραντ, ποίηση
«Το λουλούδι της στάχτης», Εουτζέν Ζεμπελεάνου, Αθήνα, εκδ. Δωρικός, ποίηση (1974)
«Οι φρουροί των ανέμων», Βίρτζιλ Θεοδορέσκου, ποίηση
«Ο ιππότης της μοναξιάς», Ζέο Ντιμιτρέσκου, ποίηση
«Σαρκασμοί και εφιάλτες», Μαρίν Σορέσκου, ποίηση
«Ένας άνθρωπος Οστην αγορά», Ντομίτρου Ποπέσκου, ποίηση
«Άσπιλοι κι αμόλυντοι», Χόρια Λοβινέσκου, Αθήνα, εκδ. Δωρικός, θεατρικό-σατυρικό (1975)

ΑΥΤΟ ΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΕΙΝΑΙ ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΣΤΟΝ ΡΟΜΑΝΤΙΚΟ ΑΓΩΝΙΣΤΗ ΜΕΝΕΛΑΟ ΛΟΥΝΤΕΜΗ

ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ
ΣΥΝΤΟΜΑ ΚΟΝΤΑ ΣΑΣ...